πολιάρχης

πολιάρχης
ὁ, ποιητ. τ. πτολιάρχης, Α
(για τον Δία) πολίαρχος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολιαρχῶν — πολιάρχης masc gen pl πολιαρχέω to be praefectus urbi pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • υπατεία — Το αξίωμα των υπάτων στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός της υ. ξεκίνησε το 509 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αντικατάστησαν το βασιλιά με δυο αιρετούς άρχοντες των οποίων η εξουσία ήταν ετήσια και συλλογική. Οι άρχοντες αυτοί λέγονταν πραίτορες και εκλέγονταν… …   Dictionary of Greek

  • πολιάρχου — πολίαρχος ruler of a city masc gen sg πολιάρχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”